- ὑπο-στηρίζω
ὑπο-στηρίζω (s. στηρίζω), unterstützen, Luc. de conscr. hist. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-στηρίζω (s. στηρίζω), unterstützen, Luc. de conscr. hist. 3.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek
κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… … Dictionary of Greek
προσκατερείδομαι — Α πιέζομαι προς τα κάτω ακόμη περισσότερο («προσκατερείδομαι πρὸς τὴν γῆν ὑπὸ τῆς χειρός», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κατ(α) * + ἐρείδω «στηρίζω, ωθώ»] … Dictionary of Greek
χαρακώνω — χαρακῶ, όω, ΝΜΑ [χάραξ, ακος] περιβάλλω έναν τόπο με αιχμηρούς πασσάλους κυρίως για αμυντικούς σκοπούς, κατασκευάζω χαράκωμα, περιχαρακώνω νεοελλ. 1. σύρω με χάρακα παράλληλες ευθείες γραμμές πάνω σε μια επιφάνεια, ριγώνω 2. (στην αμπελουργία)… … Dictionary of Greek