ὑπο-στενάζω

ὑπο-στενάζω

ὑπο-στενάζω (s. στενάζω), = ὑποστένω; Soph. Ai. 315. 980; Luc. Tox. 15; Alciphr. 1, 39.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μύζω — (I) (ΑΜ μύζω, Μ και μύσσω) βογγώ θλιβερά, στενάζω από τη θλίψη («μύζουσιν οἰκτισμὸν πολὺν ὑπὸ ῥάχιν παγένιες», Αισχύλ.) (μσν. αρχ.) μυκτηρίζω, χλευάζω αρχ. 1. παράγω ήχο με τη μύτη έχοντας κλειστό το στόμα, μουγκρίζω 2. μουρμουρίζω από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”