- ὑπο-στερέω
ὑπο-στερέω (s. στερέω), ein wenig od. heimlich berauben, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-στερέω (s. στερέω), ein wenig od. heimlich berauben, zw.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποστερῆσαι — ὑπό στερέω deprive aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός … Dictionary of Greek