- ὑπο-στρὠννῡμι
ὑπο-στρὠννῡμι (s. στρώννυμι), = ὑποστορέννυμι, ἵνα μὴ λέκτρ' ὑποστρώσω τινί Eur. Hel. 59. Vgl. ὑποστορέννυμι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-στρὠννῡμι (s. στρώννυμι), = ὑποστορέννυμι, ἵνα μὴ λέκτρ' ὑποστρώσω τινί Eur. Hel. 59. Vgl. ὑποστορέννυμι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.