- ὑπο-στρατεύομαι
ὑπο-στρατεύομαι, Kriegsdienste thun unter Einem, τινί, Appian. Pun. 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-στρατεύομαι, Kriegsdienste thun unter Einem, τινί, Appian. Pun. 71.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρατεύω — (I) ΝΜΑ [στρατός] (μέσ. και παθ.) στρατεύομαι καλούμαι και κατατάσσομαι στον στρατό, καλούμαι να υπηρετήσω ως στρατιώτης νεοελλ. μέσ. 1. μτφ. (το μέσ.) στρατεύομαι τάσσομαι στην υπηρεσία ενός σκοπού 2. (η μτχ. μέσ. ενεστ. ως επίθ.) στρατευόμενος … Dictionary of Greek
τάσσω — ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α 1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, η, ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, η, ο α) τοπ. ο παρατεταγμένος β) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένος νεοελλ. 1. ορίζω … Dictionary of Greek
υποστρατεύομαι — Α εκστρατεύω υπό τις διαταγές κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + στρατεύομαι «εκστρατεύω»] … Dictionary of Greek