ὑπ-ηρέτης

ὑπ-ηρέτης

ὑπ-ηρέτης, , der Ruderer, Matrose, übh. die ganze Schiffsmannschaft im Ggstz zu den Seesoldaten. – Jeder, der schwere Handarbeit verrichtet, übh. Diener, Aufwärter; ϑεῶν Aesch. Prom. 956; Soph. O. R. 712 Phil. 53; Eur. oft, auch οἱ περὶ τυράννους καὶ πόλεις ὑπ., Troad. 426. – Bes. in Athen der Diener des Schwerbewaffneten, ὁπλίτης, der ihn in's Feld begleitet, ihm Gepäck, Proviant, auch den Schild trägt, = σκευοφόρος, Böckh Ath. Staatshh. I p. 292; und Diener der ἀρχαί, der Besoldung erhält (s. ὑπηρεσία), Dem. 24, 162; ὁ τῶν ἕνδεκα ὑπηρέτης Plat. Phaed. 116 c; Ggstz ἄρχων, Rep. VIII, 552 b, vgl. Polit. 290 b. – Bei Xen. eine Anzahl von Soldaten zum unmittelbaren Dienste des Feldherrn, Ordonnanzen u. Adjutanten, vgl. Cyr. 6, 2, 13. 3, 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνηρέτης — και αττ. τ. ξυνηρέτης, ὁ, Α (κατά τον Φώτ.) «σύμφωνος». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηρέτης (< ἐρέτης «κωπηλάτης»), πρβλ. ὑπ ηρέτης. Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • ερέτης — ο (AM ἐρέτης) κωπηλάτης αρχ. 1. (στον πληθ. μετωνυμικώς) oἱ ἐρέται τα κουπιά 2. μτφ. φρ. «κυλίκων ἐρέται» για οινοπότες ή μέθυσους. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ερέτης ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *er∂ «κωπηλατώ, κωπηλάτης» και πιθανώς προήλθε από ένα πρωταρχικό… …   Dictionary of Greek

  • καθυπηρετώ — καθυπηρετῶ, έω (AM) (επιτατ. τού υπηρετώ) υπηρετώ, βρίσκομαι στην υπηρεσία κάποιου μσν. υπακούω αρχ. μέσ. καθυπηρετούμαι, έομαι βοηθώ, παραστέκομαι σε κάποιον ή σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπ ηρετῶ (< ὑπ ηρέτης)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”