- ὑπο-ράπτω
ὑπο-ράπτω u. ὑπο-ραφή, ἡ, s. ὑποῤῥάπτω und ὑποῤῥαφή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-ράπτω u. ὑπο-ραφή, ἡ, s. ὑποῤῥάπτω und ὑποῤῥαφή.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
ραψωδός — Κατά την ελληνική αρχαιότητα επαγγελματίας ο οποίος απήγγελλε επικά ποιήματα. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί το όνομα αοιδός, το οποίο διατηρήθηκε για αιώνες· μόνο από τον 5o αι. π.X. χρησιμοποιήθηκε ο όρος ρ., που θεωρήθηκε κατόπιν από τους σύγχρονους… … Dictionary of Greek