ὑπο-πήγνῡμι

ὑπο-πήγνῡμι

ὑπο-πήγνῡμι (s. πήγνυμι), ein wenig fest machen, gerinnen oder gefrieren lassen; Hippocr.; Ael. N. A. 3, 30. 14, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑποπέπηγε — ὑπό πήγνυμι Aër. perf imperat act 2nd sg ὑπό πήγνυμι Aër. perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέπηξα — ὑπό ἐφήκω to have arrived aor ind act 1st sg (ionic) ὑπό πήγνυμι Aër. aor ind act 1st sg ὑπό πήσσω Aër. aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπῆξαι — ὑπό πήγνυμι Aër. aor inf act ὑπό πήσσω Aër. aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπήξαντες — ὑπό πήγνυμι Aër. aor part act masc nom/voc pl ὑπό πήσσω Aër. aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπηγνύμενα — ὑπό πήγνυμι Aër. pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπήγνυται — ὑπό πήγνυμι Aër. pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπήγνυσιν — ὑποπήγνῡσιν , ὑπό πήγνυμι Aër. pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάχνη — Στερεό προϊόν της συμπύκνωσης των υδρατμών του αέρα, με απευθείας μετάβαση από την αέρια στη στερεά κατάσταση, υπό μορφή μορίων ή βελονών πάγου που επικάθονται στο έδαφος και στις διάφορες εκτεθειμένες στο ύπαιθρο επιφάνειας. Το φαινόμενο της π.… …   Dictionary of Greek

  • πηγή — Oνομασία 15 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 460 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Τετρακώμου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 180 μ.), στην πρώην επαρχία Δωρίδας, του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”