ὑπο-πίπτω

ὑπο-πίπτω

ὑπο-πίπτω (s. πίπτω), darunter fallen, sich vor Einen hinwerfen, Plat. Rep. IX, 576 a; dah. ihn fußfällig anflehen, Sp., wie D. Sic. 13, 21; – darunter gelegen sein, ὑποπέπτωκε τοῖς ὄρεσι Pol. 3, 54, 2, vgl. 12, 20, 5; – darunter, wogegen fallen, auf Einen stoßen, Dem. 59, 43; Is. 6, 29; vgl. Thuc. 7, 40; οἱ ὑποπίπτοντες Pol. 3, 86, 11; τῷ ὀστράκῳ, verfallen, Plut. Aristid. 1; – wogegen kommen, widerfahren, τὰ ὑποπίπτοντα, d. i. Zufälle, Ereignisse, Pol. 1, 68, 3 u. öfter; τὰ περὶ Κυναιϑέων ὑποπίπτοντα 4, 21, 12; auch ὑπὸ τὸν αὐτὸν ὑποπεπτωκότες καιρόν, 2, 58, 14; – unter Einem liegen, unterworfen sein, sich unterwerfen, Dem. 59, 43; bes. vom Fechter, sich für überwunden erklären; auch von der Fügsamkeit des Schmeichlers, ὑποπεσὼν τὸν δεσπότην Ar. Equ. 47; ὑποπίπvει δὲ τοῐς τοιούτοις ἐϑελοντής Dem. 45, 65, was §. 63 anschaulicher geschildert wird: ἴσα βαίνων ἐβάδιζεν ὑποπεπτωκὼς ἐκείνῳ, er ging aus Ehrerbietung immer einen Schritt hinter ihm her; – ὁ ὑπὸ τὰς σκηνὰς ὄπισϑεν ὑποπεπτωκὼς τόπος, der dahinter gelegene Ort, Pol. 7, 31, 1.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • καθυποπίπτω — (Α) επιτατ. τού υποπίπτω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὑπο πίπτω] …   Dictionary of Greek

  • πτώση — Το πέσιμο, η προς τα κάτω φορά, το γκρέμισμα, το κατρακύλισμα, η ανατροπή. Στη γλωσσολογία η π. προσδιορίζει γενικά τη λειτουργία ενός ονόματος αναφορικά προς τα άλλα στοιχεία της φράσης, η οποία εκφράζεται με μια ιδιαίτερη κατάληξη, δηλαδή με… …   Dictionary of Greek

  • υποπίπτω — ὑποπίπτω, ΝΜΑ [πίπτω] νεοελλ. 1. υποκύπτω σε αδυναμία, διαπράττω ακουσίως σφάλμα 2. (η μτχ. αρσ. πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) οι υποπίπτοντες εκκλ. τάξη μετανοούντων τής πρωτοχριστιανικής εκκλησίας που είχαν την υποχρέωση να προσεύχονται… …   Dictionary of Greek

  • μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”