ὑπο-πλήσσω

ὑπο-πλήσσω

ὑπο-πλήσσω (s. πλήσσω), att, -ττω, unten oder sachte daranschlagen, Qu. Sm. 4, 229.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ὑπεπλάττετο — ὑπό πλάσσω form imperf ind mp 3rd sg (attic) ὑπεπλά̱ττετο , ὑπό πλήσσω struck with terror imperf ind mp 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεπλάττοντο — ὑπό πλάσσω form imperf ind mp 3rd pl (attic) ὑπεπλά̱ττοντο , ὑπό πλήσσω struck with terror imperf ind mp 3rd pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπέπληττε — ὑπό πλήσσω struck with terror imperf ind act 3rd sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπληξία — Μορφή κυκλοφορικής ανεπάρκειας, η οποία χαρακτηρίζεται από τη γρήγορη εμφάνιση πνευματικής νάρκης, γενικής αδυναμίας, ψυχρότητας των άκρων, υγρότητας του δέρματος, συχνού και μικρού σφυγμού και πτώσης της αρτηριακής πίεσης. Προκύπτει ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”