- ὑπο-πορεύομαι
ὑπο-πορεύομαι, dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-πορεύομαι, dep. pass., heimlich hinzugehen, Plut. Tim. 18.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek