- ὑπο-παρά-βοῤῥος
ὑπο-παρά-βοῤῥος, etwas gegen Norden gelegen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-παρά-βοῤῥος, etwas gegen Norden gelegen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατάβορρος — κατάβορρος, ον (Α) αυτός που προφυλάσσεται από τον βοριά στρεφόμενος προς τον νότο («ὁ δὲ τόπος οὗτος... πρὸς νότον ἐτέτραπτο, ἀπὸ τῶν ἄρκτων κατάβορρος», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βορρος (< Βορέας), πρβλ. πρόσ βορρος, υπο παρά βορρος] … Dictionary of Greek