- ὑπο-πτίσσω
ὑπο-πτίσσω (s. πτίσσω), zerstampfen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπο-πτίσσω (s. πτίσσω), zerstampfen, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑποπτίσαντες — ὑπό πτίσσω winnow grain aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek