- πεδόεις
πεδόεις, εσσα, εν, auf dem Erdboden, niedrig, Nic. Ther. 662.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδόεις, εσσα, εν, auf dem Erdboden, niedrig, Nic. Ther. 662.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεδόεις — εσσα, εν, Α αυτός που κείται πάνω στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
πεδόεσσα — πεδόεις fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek