πεδόσε

πεδόσε

πεδόσε, adv., = πέδονδε, Eur. Bacch. 137. 600.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεδόσε — πέδονδε to the ground indeclform (adverb) πεδόσε indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεδόσε — Α (τοπ. επίρρ.) στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέδον «έδαφος» + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. οίκο σε)] …   Dictionary of Greek

  • πεδόσ' — πεδόσε , πέδονδε to the ground indeclform (adverb) πεδόσε , πεδόσε indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”