- πιναρός
πιναρός, ion. πινηρός, schmutzig; κόμη, Eur. El. 184; sp. D., πιναρὰν ὄψιν τεκταίνεσϑαι, Alc. 11 (Plan. 196); auch in späterer Prosa, wie Luc. Tim. 1 Somn. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιναρός, ion. πινηρός, schmutzig; κόμη, Eur. El. 184; sp. D., πιναρὰν ὄψιν τεκταίνεσϑαι, Alc. 11 (Plan. 196); auch in späterer Prosa, wie Luc. Tim. 1 Somn. 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πιναρός — dirty masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναρός — και πινηρός, ά, όν, Α γεμάτος λίγδα, ρυπαρός, ακάθαρτος (α. «πιναρὰν κόμαν», Ευρ. β. «πιναρὸν κάρα», Ευπ.) γ. «ἐσθῆτι πιναρᾷ», Κλήμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πίνος «ακαθαρσία, λίγδα» + κατάλ. –αρός (πρβλ. λιπ αρός)] … Dictionary of Greek
πιναρά — πιναρός dirty neut nom/voc/acc pl πιναρά̱ , πιναρός dirty fem nom/voc/acc dual πιναρά̱ , πιναρός dirty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναρῶν — πιναρός dirty fem gen pl πιναρός dirty masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναρόν — πιναρός dirty masc acc sg πιναρός dirty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναραῖς — πιναρός dirty fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναροῖς — πιναρός dirty masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναροῖσι — πιναρός dirty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναροῖσιν — πιναρός dirty masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναρᾷ — πιναρός dirty fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιναρήν — πιναρός dirty fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)