- ὑπ-ανα-δύω
ὑπ-ανα-δύω (s. δύω), von unten in die Höhe kommen, auftauchen. – Med. sich einer Sache heimlich entziehen, D. Hal. 7, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-ανα-δύω (s. δύω), von unten in die Höhe kommen, auftauchen. – Med. sich einer Sache heimlich entziehen, D. Hal. 7, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κἀνέδυσε — ἀνέδῡσε , ἀνά δύω 1 aor ind act 3rd sg ἐνέδῡσε , ἐν δύω 1 aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδύσαντες — ἀναδύ̱σαντες , ἀνά δύω 1 aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναδύσαντος — ἀναδύ̱σαντος , ἀνά δύω 1 aor part act masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύο — και δυο (AM δύο) 1. ο αριθμός που προκύπτει αν προστεθεί μία μονάδα σε άλλη, ο πρώτος ακέραιος αριθμός μετά τη μονάδα 2. «δύο δύο» ή «δυο δυο» κατά ζεύγη, σε ομάδες ανά δύο νεοελλ. 1. (για χρονολογία, ημερομηνία) δεύτερος («στις δύο τα… … Dictionary of Greek
αναδύνω — ἀναδύνω (Α) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού, αναδύομαι, επανεμφανίζομαι, προβάλλω πάλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δύνω, άλλος τ. τού δύω] … Dictionary of Greek