- ὑπ-ανα-κόπτω
ὑπ-ανα-κόπτω, zurückschlagen, Sp., z. B. Liban. IV p. 803.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-ανα-κόπτω, zurückschlagen, Sp., z. B. Liban. IV p. 803.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανακόπτω — (Α ἀνακόπτω) σταματώ, αναχαιτίζω, συγκρατώ αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω, απωθώ, αποκρούω 2. (για πλοία) αλλάζω πορεία, κατεύθυνση 3. κάνω ανακοπή (π. χ. βουλεύματος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + κόπτω. ΠΑΡ. ανακοπή νεοελλ. ανακοπτικός] … Dictionary of Greek