- ὑπ-ανα-φύομαι
ὑπ-ανα-φύομαι (s. φύω), med. mit aor. II. und perf. act., darunter wachsen, entstehen, Ael. V. H. 14, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-ανα-φύομαι (s. φύω), med. mit aor. II. und perf. act., darunter wachsen, entstehen, Ael. V. H. 14, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek