- ὑπ-ανα-πίμπλημι
ὑπ-ανα-πίμπλημι (s. πίμπλημι), allmälig anfüllen, τινὸς ὑπαναπλησϑείς Ael. H. A. 17, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-ανα-πίμπλημι (s. πίμπλημι), allmälig anfüllen, τινὸς ὑπαναπλησϑείς Ael. H. A. 17, 13.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανάπλεος — έα, εον και αττικός ανάπλεως, έα, ων (Α ἀνάπλεος και ἀνάπλεως) [πλέως] πλήρης, γεμάτος αρχ. μολυσμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * επιτ. + πλέως (ιων. πλέος < πίμπλημι) «πλήρης, γεμάτος»] … Dictionary of Greek