- ὑπ-εξ-ανα-δύομαι
ὑπ-εξ-ανα-δύομαι (s. δύω), heimlich od. allmälig drunter emportauchen; λάϑρη ὑπεξαναδὺς πολιῆς ἁλός Il. 13, 352, aus dem Meere hervor; sp. D., wie Theocr. 22, 123.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-εξ-ανα-δύομαι (s. δύω), heimlich od. allmälig drunter emportauchen; λάϑρη ὑπεξαναδὺς πολιῆς ἁλός Il. 13, 352, aus dem Meere hervor; sp. D., wie Theocr. 22, 123.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
αναδύομαι — (Α ἀναδύομαι) ανέρχομαι στην επιφάνεια τού νερού νεοελλ. παρουσιάζομαι ξαφνικά, ξεπροβάλλω, ξεφυτρώνω αρχ. 1. οπισθοχωρώ, υποχωρώ, αποσύρομαι 2. κρατιέμαι μακριά από κάποιον ή κάτι, διστάζω, αποφεύγω 3. (για ποταμούς) εκλείπω, αφανίζομαι 4.… … Dictionary of Greek