- πειθ-άνωρ
πειθ-άνωρ, ορος, ion. πειϑήνωρ, dem Manne gehorchend, Aesch. Ag. 1639.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πειθ-άνωρ, ορος, ion. πειϑήνωρ, dem Manne gehorchend, Aesch. Ag. 1639.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στυγάνωρ — ορος, ό, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για τις Αμαζόνες) αυτός που μισεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυγ τών στυγῶ*, στυγνός, στυγερός + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πειθ άνωρ] … Dictionary of Greek
πειθάνωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) ο πειθόμενος, ο ευπειθής στους άνδρες, ο υπάκουος («τὸν δὲ μὴ πειθάνορα ζεύξω βαρείαις», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πειθ τού πείθω + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. ψευδ άνωρ] … Dictionary of Greek