- πεζο-λέκτης
πεζο-λέκτης, ὁ, = πεζολόγος, Eust. 432, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πεζο-λέκτης, ὁ, = πεζολόγος, Eust. 432, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σκληρολέκτης — ὁ, Α αυτός που εκφράζεται με τραχύ ύφος, αυτός τού οποίου το λεκτικό είναι σκληρό. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + λέκτης (< λέγω), πρβλ. πεζο λέκτης] … Dictionary of Greek
ψηφολέκτης — ο, Ν άτομο που ενεργεί την διαλογή και την καταμέτρηση τών ψήφων μετά την ψηφοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + λέκτης (< λέγω με σημ. «συλλέγω»), πρβλ. πεζο λέκτης. Η λ. μαρτυρείται στα Πρακτικά τής Εθνοσυνελεύσεως τού 1843] … Dictionary of Greek
πεζολέκτης — ὁ, Μ αυτός που μιλά ή γράφει σε πεζό λόγο, ο πεζολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + λέκτης (< λέγω), πρβλ. σκληρο λέκτης] … Dictionary of Greek