ὑπ-εκ-καύστης

ὑπ-εκ-καύστης

ὑπ-εκ-καύστης, , der Feuer darunter macht, bes. der ein Opferfeuer anzündet.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καύστης — καύστης, δωρ. τ. καύστας, ό (ΑΜ) [καίω] 1. αυτός που φλέγει, που καίει 2. αυτός που τήκει, που λειώνει κάτι («χωνευτάς, καύστας, χαλκέας, μεταλλευτάς», Πρόκλ.) 3. θερμαστής καμινιού, καμινοκαύστης …   Dictionary of Greek

  • καυστῆς — καυστός burnt fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καυστῶν — καύστης one that burns masc gen pl καυστός burnt fem gen pl καυστός burnt masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καμινοκαύστης — καμινοκαύστης, ό, θηλ. καμινοκαύστρια (Α) 1. αυτός που θερμαίνει καμίνι ή κλίβανο 2. φρ. «καμινοκαύστης γύψου» αυτός που παράγει γύψο σε καμίνι ή κλίβανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + καύστης (< καύστης < καίω), πρβλ. ανθρακο καύστης, νεκρο… …   Dictionary of Greek

  • κωβαθηκαύστης — ή κωβαθιοκαύστης, ὁ (Α) αυτός που καίει κωβάθια*, ιδιότητα που απέδιδαν στον Νείλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωβάθια + καύστης (< καίω), πρβλ. καμινο καύστης, νεκρο καύστης] …   Dictionary of Greek

  • νεκροκαύστης — ο (Α νεκροκαύστης) αυτός που καίει τους νεκρούς νεοελλ. αυτός που υποστηρίζει ή επιδιώκει την αντικατάσταση τού ενταφιασμού με την καύση τών νεκρών σε ειδικούς κλιβάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + καύστης (< καίω), πρβλ. ιπνο καύστης, καμινο… …   Dictionary of Greek

  • πετρελαιοκαύστης — ο, Ν πλοίο που κινείται με πετρέλαιο, πετρελαιοκίνητο πλοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πετρέλαιο + καύστης (< καίω), πρβλ. νεκρο καύστης] …   Dictionary of Greek

  • πρισματοκαύστης — ὁ, Α φωτιά που υποβόσκει σε πριονίδια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρῖσμα, ατος «πριονίδι» + καύστης (< καίω), πρβλ. νεκρο καύστης] …   Dictionary of Greek

  • σταφυλιοκαύστης — και σταφυλοκαύστης, ὁ, Α όργανο για την καυτηρίαση τής σταφυλής τής υπερώας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή / σταφυλίς + καύστης (< καίω), πρβλ. νεκρο καύστης] …   Dictionary of Greek

  • καύστας — καύστᾱς , καύστης one that burns masc acc pl καύστᾱς , καύστης one that burns masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμφίκαυστις — ἀμφίκαυστις, εως, η (Α) 1. ώριμο στάχυ τσουρουφλισμένο (ώστε να τρίβεται εύκολα και να βγαίνει ο ημίχλωρος καρπός), ψάνη 2. (στους Κωμ.) το αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + καῦστις «ώριμο κριθάρι», θ. τού καύστης < ἔκαυσα, αόρ. του ρ. καίω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”