- ὑπειρ-άλιος
ὑπειρ-άλιος, poet. = ὑπεράλιος, D. Per. 1085.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπειρ-άλιος, poet. = ὑπεράλιος, D. Per. 1085.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπειράλιος — ον, Α (επικ. τ.) αυτός που βρίσκεται πάνω στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπείρ, επικ. τ. τού ὑπέρ + άλιος (< ἄλς, ἁλός), πρβλ. ἐν άλιος] … Dictionary of Greek