- ὑπ-εμ-πίπρημι
ὑπ-εμ-πίπρημι (s. πίμπρημι), = ὑποκαίω, D. Cass. 62, 16 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-εμ-πίπρημι (s. πίμπρημι), = ὑποκαίω, D. Cass. 62, 16 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίπρημι — πίμπρημι burn pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπίπρημι — Α καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο, βάζω φωτιά συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πίπρημι «καίω»] … Dictionary of Greek