- ὑπ-εφήβ-αρχος
ὑπ-εφήβ-αρχος, ὁ, Unterbefehlshaber der Epheben, Arr. Epict. 3, 7, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπ-εφήβ-αρχος, ὁ, Unterbefehlshaber der Epheben, Arr. Epict. 3, 7, 19.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ίσταρχος — ό ναυτ. υπαξιωματικός που διευθύνει τους χειρισμούς τών ιστίων από το θωράκιο τού ιστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱστός + αρχος (< ἀρχός «αρχηγός» < ἄρχω), πρβλ. εφήβ αρχος, φρούρ αρχος] … Dictionary of Greek