ὑπερώτατος

ὑπερώτατος

ὑπερώτατος, poet. = ὑπέρτατος, Pind. N. 8, 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπερώτατος — άτη, ον, Α υπέρτατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί τού ὑπέρτατος σχηματισμένος από την πρόθεση ὑπέρ, μέσω ενός επιθ. *ὕπερος] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερώτατα — ὑπερώτατος uppermost neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπέρτατος — η, ο / ὑπέρτατος, άτη, ον, ΝΜΑ, και τ. ὑπερώτατος και ὕπατος Α (κυριολ. και μτφ.) αυτός που βρίσκεται πάνω από όλους ή από όλα, ανώτατος, ύψιστος (α. «υπέρτατος κριτής» β. «υπέρτατη τιμή» γ. «ὦ δαιμόνων ὑπέρτατε», Αριστοφ. δ. «πάντων ὅσ ἐστὶ… …   Dictionary of Greek

  • υπερώα — (Ανατ.). Ο θόλος του στόματος. Βλ. λ. στόμα. * * * η / ὑπερῴα, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερῴη Α ανατ. η οροφή τού στόματος που διαχωρίζει τη στοματική από τη ρινική κοιλότητα, ο ουρανίσκος νεοελλ. φρ. α) «σκληρά υπερώα» ανατ. το πρόσθιο τμήμα τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”