- ὑπερ-ίημι
ὑπερ-ίημι (s. ἵημι), weiter, darüber hinauswerfen, οὔτις Φαιήκων τόν γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει, Od. >8, 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-ίημι (s. ἵημι), weiter, darüber hinauswerfen, οὔτις Φαιήκων τόν γ' ἵξεται οὐδ' ὑπερήσει, Od. >8, 198.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερίημι — Α 1. ξεπερνώ κάποιον στις ρίψεις, ρίχνω κάτι πιο μακριά από αυτόν 2. μέσ. ὑπερίεμαι ανεβαίνω σε μεγάλο ύψος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἵημι «κινώ, αφήνω κάτι να πέσει, ρίχνω»] … Dictionary of Greek
ὑπεράνθῃ — ὑπέρ , ἀντί ἵημι Ja c io aor subj mid 2nd sg ὑπέρ , ἀντί κάθημαι to be seated pres ind mid 2nd sg ὑπέρ ἀνατίθημι lay upon aor subj mp 2nd sg ὑπέρ ἀνατίθημι lay upon aor subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek