- ὑπερ-ίστωρ
ὑπερ-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ, mehr als zu Viel wissend, nur zu gut wissend, τινός, Soph. El. 840.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-ίστωρ, ορος, ὁ, ἡ, mehr als zu Viel wissend, nur zu gut wissend, τινός, Soph. El. 840.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερίστωρ — ορος, ὁ, ἡ, Α αυτός που γνωρίζει κάτι πολύ καλά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἴστωρ «αυτός που γνωρίζει καλά, έμπειρος»] … Dictionary of Greek