- ὑπερ-έκ-τασις
ὑπερ-έκ-τασις, ἡ, das Darüberhinausspannen, -erstrecken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-έκ-τασις, ἡ, das Darüberhinausspannen, -erstrecken, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπέρταση — η / ὑπέρτασις, άσεως, ΝΜΑ υπέρμετρη ένταση, υπερβολικό τέντωμα νεοελλ. 1. ιατρ. πίεση ανώτερη τής φυσιολογικής, η οποία ασκείται από το αίμα στα τοιχώματα τών αγγείων μέσα στα οποία κυκλοφορεί 2. (ηλεκτρολ.) διαφορά δυναμικού που υπερβαίνει την… … Dictionary of Greek
υπερτατικός — ή, ό, Ν 1. υπερτασικός 2. αυτός που προκαλεί υπέρταση. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + τατικός (< τατός < συνεσταλμένη βαθμίδα τᾰ τού τείνω, πρβλ. τάσις)] … Dictionary of Greek