- ὑπερ-έψω
ὑπερ-έψω (s. ἕψω), übermäßig kochen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-έψω (s. ἕψω), übermäßig kochen (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερέψω — Α βράζω περισσότερο από όσο πρέπει, παραβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἔψω «ψήνω, βράζω»] … Dictionary of Greek