- ὑπερ-άχθομαι
ὑπερ-άχθομαι (s. ἄχϑομαι), überaus unwillig od. traurig sein; Soph. El. 172; τῇ Μιλήτου ἁλώσει, Her. 6, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-άχθομαι (s. ἄχϑομαι), überaus unwillig od. traurig sein; Soph. El. 172; τῇ Μιλήτου ἁλώσει, Her. 6, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπεράχθομαι — Α 1. στενοχωριέμαι πάρα πολύ («τῇ Μιλήτου ἁλώσει ὑπεραχθεσθέντες», Ηρόδ.) 2. οργίζομαι πάρα πολύ εναντίον κάποιου («μεθ οἷς ἐχθαίροις ὑπεράχθεο», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἄχθομαι «λυπάμαι»] … Dictionary of Greek