- ὑπερ-ούριος
ὑπερ-ούριος, ion. u. poet statt ὑπερόριος, Theocr. 24, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-ούριος, ion. u. poet statt ὑπερόριος, Theocr. 24, 93.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευαής — εὐαής, ές (Α) 1. ευάερος, δροσερός 2. (για άνεμο) αυτός που πνέει ευνοϊκά, ο ούριος 3. ευνοϊκός, ευμενής, ωφέλιμος, ευχάριστος (και με επιρρ. σημ.) («Ὕπνε... εὐαὲς ἡμῑν ἔλθοις», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αής (< άημι «φυσώ»), πρβλ. δυσ αής,… … Dictionary of Greek