- ὑπερ-θρασύνομαι
ὑπερ-θρασύνομαι, pass. mit fut. med., übermäßig dreist sein, handeln, D. Cass. 41, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-θρασύνομαι, pass. mit fut. med., übermäßig dreist sein, handeln, D. Cass. 41, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερθρασύνομαι — Α αποκτώ θάρρος σε υπέρμετρο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ + θρασύνομαι «αποκτώ θάρρος, τολμώ να κάνω κάτι»] … Dictionary of Greek