- ὑπερβάσιος
ὑπερβάσιος, f. l. für ὑπερβασία Orph. Arg. 351.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερβάσιος, f. l. für ὑπερβασία Orph. Arg. 351.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερβάσιος — ὑπέρβασις a passing over fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)