ὑπερ-βολή

ὑπερ-βολή

ὑπερ-βολή, , 1) das Ueberwerfen, darüber Wegwerfen, – das Uebersetzen, u. intrans., das Uebergehen über Flüsse, Berge u. dgl.; Xen. An. 1, 2, 25; Pol. εἰς Τάραντα ἐποιεῖτο τὴν ὑπερβολήν 10, 1, 8, u. öfter; auch der Ort, wo man übersetzt, der Uebergang, Xen. An. 4, 1, 22. 6, 5; bes. der Berg od. Hügel, über den man geht, τοῦ ὄρους, 4, 4, 18 u. öfter. – 2) die Uebertreibung, das Uebermäßige, Ungewöhnliche, Außerordentliche, Ggstz ἔλλειψις, ἔνδεια, Plat. Prot. 356 a 357 b u. öfter, u. Arist.; ὑπερβολὴν ἐπιϑυμίας ἔχειν, Andoc. 3, 33; ὑπερβολὴν ποιεῖσϑαι τῆς προτέρας πονηρίας, noch übertreffen, Lys. 14, 38, u. öfter bei Dem.; Ggstz von ἔνδεια Isocr. 2, 33; ἀναισχυντίας Is. 6, 45; πράγματος Din. 1, 7; ἐν τῇ τῆς πονηρίας ὑπερβολῇ ἐλπίδα ἔχει σωτηρίας Dem. 25, 5; ἐγὼ δὲ τοσαύτην ὑπερβολὴν ποιοῦμαι, ὥςτε, ich gehe so weit, daß ich, 18, 190, u. öfter; ὑπερβολαὶ δωρεῶν, große Geschenke, Lpt. 141; χρημάτων ὑπερβολῇ πόσιν πρίασϑαι Eur. Med. 232; εἰς ὑπερβολὴν ἡσϑῆναι Aesch. 2, 4, übermäßig; εἰς ὑπερβολὴν πανοῦργος Eur. Hipp. 939, vgl. ἄγουσα ϑυμὸν εἰς ὑπερβολάς Suppl. 480, wie Plat. Ep. VII, 326 c; auch καϑ' ὑπερβολήν, Soph. O. R. 1196; Thuc. 2, 45; bes. im Ausdruck, die Hyperbel, ὑπερβολὰς εἰπεῖν, Isocr. 4, 88, u. öfter bei Folgdn. – Bei den Mathem. die Hyperbel als Kegelschnitt. – 3) vom med., = ἀναβολή, das Verschieben, der Aufschub, Verzug, Her. 8, 112; μηδεμίαν ὑπερβολὴν ποιησάμενοι Pol. 14, 9, 8.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”