- ὑπερ-αλκής
ὑπερ-αλκής, ές, unmäßig stark, fest, Plut. Pomp. 65, ἕδραι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-αλκής, ές, unmäßig stark, fest, Plut. Pomp. 65, ἕδραι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ζωαλκής — ζωαλκής, ές (Α) επιγρ. (για τον Παιάνα) αυτός που προστατεύει τη ζωή κάποιου, θεραπευτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + αλκής (< αλκή «δύναμη, ισχύς»), πρβλ. αν αλκής, υπερ αλκής] … Dictionary of Greek
υπεραλκής — ές, Α πάρα πολύ ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + αλκής (< ἀλκή), πρβλ. ἀν αλκής] … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek