- ὑπερ-βλαστής
ὑπερ-βλαστής, ές, übermäßig keimend, sprossend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-βλαστής, ές, übermäßig keimend, sprossend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερβλαστής — ές, Α αυτός που παρουσιάζει έντονη, ζωηρή βλάστηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βλαστής (< βλαστάνω), πρβλ. παλιμ βλαστής] … Dictionary of Greek