- ὑπερ-βλύζω
ὑπερ-βλύζω, überquellen, überströmen, auch übtr., überschreiten, τί, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-βλύζω, überquellen, überströmen, auch übtr., überschreiten, τί, Clem. Al.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερέβλυζε — ὑπέρ βλύζω bubble imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερέβλυσαν — ὑπέρ βλύζω bubble aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερέβλυσεν — ὑπέρ βλύζω bubble aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερβλύζω — και ὑπερβλύω Α 1. ξεχειλίζω, πλημμυρίζω 2. μτφ. υπερβαίνω, παραβαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βλύζω «αναβλύζω»] … Dictionary of Greek