- ὑπερ-ξηραίνω
ὑπερ-ξηραίνω, übermäßig trocknen, pass., Arist. meteor. 1, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-ξηραίνω, übermäßig trocknen, pass., Arist. meteor. 1, 14.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερεξηρασμένον — ὑπέρ , ἐκ ἀράζω snarl perf part mp masc acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ὑπέρ , ἐκ ἀράζω snarl perf part mp neut nom/voc/acc sg (attic epic doric ionic aeolic) ὑπέρ ξηραίνω parch perf part mp masc acc sg ὑπέρ ξηραίνω parch perf part mp neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεξηρασμένης — ὑπέρ , ἐκ ἀράζω snarl perf part mp fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) ὑπέρ ξηραίνω parch perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) ὑπερεξηρᾱσμένης , ὑπέρ ξηραίνω parch perf part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεξηραμμένον — ὑπέρ ξηραίνω parch perf part mp masc acc sg ὑπέρ ξηραίνω parch perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερξηρανθέντα — ὑπέρ ξηραίνω parch aor part pass neut nom/voc/acc pl ὑπέρ ξηραίνω parch aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερξηραίνει — ὑπέρ ξηραίνω parch pres ind mp 2nd sg ὑπέρ ξηραίνω parch pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερξηραίνοντα — ὑπέρ ξηραίνω parch pres part act neut nom/voc/acc pl ὑπέρ ξηραίνω parch pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεξηράνθαι — ὑπέρ ξηραίνω parch perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεξήραινεν — ὑπέρ ξηραίνω parch imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεξήρηνε — ὑπέρ ξηραίνω parch aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερξηραινόμενοι — ὑπέρ ξηραίνω parch pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερξηρανθεῖσα — ὑπέρ ξηραίνω parch aor part pass fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)