- ὑπερ-αναιδεύομαι
ὑπερ-αναιδεύομαι, an Unverschämtheit übertroffen werden, ὑπεραναιδευϑήσομαι (v. l. ὑπεραναιδισϑήσομαι, ὑπεραναιδεσϑήσομαι ist falsch gebildet), Ar. Equ. 1206, gleichsam »ich werde überschamlos't«.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-αναιδεύομαι, an Unverschämtheit übertroffen werden, ὑπεραναιδευϑήσομαι (v. l. ὑπεραναιδισϑήσομαι, ὑπεραναιδεσϑήσομαι ist falsch gebildet), Ar. Equ. 1206, gleichsam »ich werde überschamlos't«.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπεραναιδεύομαι — Α ξεπερνιέμαι από κάποιον στην αναίδεια, βρίσκεται άλλος, πιο αδιάντροπος από μένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀναιδεύομαι «συμπεριφέρομαι με αναίδεια»] … Dictionary of Greek