- ὑπερ-δείδω
ὑπερ-δείδω (s. δείδω), für Einen fürchten, τινός, ὥς τις τέκνων ὑπερδέδοικεν Aesch. Spt. 274; Soph. Ant. 82; absol., Her. 8, 94.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-δείδω (s. δείδω), für Einen fürchten, τινός, ὥς τις τέκνων ὑπερδέδοικεν Aesch. Spt. 274; Soph. Ant. 82; absol., Her. 8, 94.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερδείδω — Α 1. φοβούμαι πάρα πολύ, είμαι κατατρομαγμένος 2. ανησυχώ πάρα πολύ για κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δείδω «φοβάμαι»] … Dictionary of Greek