- ὑπερ-βακχεύω
ὑπερ-βακχεύω, überbacchisch ausdrücken, d. i. mit schwülstiger Uebertreibung, τὰς ἐννοίας, Philostr. sophist. 2, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-βακχεύω, überbacchisch ausdrücken, d. i. mit schwülstiger Uebertreibung, τὰς ἐννοίας, Philostr. sophist. 2, 28.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερβακχεύω — Α χρησιμοποιώ εκφράσεις με υπέρμετρο βακχικό ενθουσιασμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βακχεύω «μετέχω σε βακχικές γιορτές, καταλαμβάνομαι από βακχικό ενθουσιασμό»] … Dictionary of Greek
υπερκαταβακχεύω — Α μιλώ με αλαζονικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κατά + βακχεύω] … Dictionary of Greek