- ὑπερ-βιάζομαι
ὑπερ-βιάζομαι, überwältigen, Thuc. 2, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-βιάζομαι, überwältigen, Thuc. 2, 52.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερβιάζομαι — Α καταδυναστεύω, βασανίζω υπερβολικά («ὑπερβιαζομένου τοῡ κακοῡ», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + βιάζομαι «πιέζω με δύναμη»] … Dictionary of Greek
υπερσεύομαι — Α σπεύδω, βιάζομαι πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + σεύω / ομαι «σπεύδω, βιάζομαι»] … Dictionary of Greek
σπουδή — Η βιασύνη, η βιάση. Στον πληθυντικό σπουδές = η μελέτη για κάποια επιστημονική κατάρτιση. Ο όρος χρησιμοποιείται και στις καλές τέχνες, κυρίως στη ζωγραφική, τη γλυπτική και τη μουσική. Στις δυο πρώτες, σ. είναι το σχέδιο που φιλοτεχνεί ο… … Dictionary of Greek