- ὑπερ-αγανακτέω
ὑπερ-αγανακτέω, übermäßig unwillig sein; absol., Plat. Rep. VII, 535 e; τῷ πράγματι, Aesch. 1, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-αγανακτέω, übermäßig unwillig sein; absol., Plat. Rep. VII, 535 e; τῷ πράγματι, Aesch. 1, 60.
http://www.zeno.org/Pape-1880.