- ὑπερ-νεφής
ὑπερ-νεφής, ές, über die Wolken erhaben, Suid. v. Ἄλπειον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-νεφής, ές, über die Wolken erhaben, Suid. v. Ἄλπειον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερνεφής — ές, ΜΑ αυτός που βρίσκεται ή υψώνεται πάνω από τα νέφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νεφής (< νέφος), πρβλ. ἐπι νεφής, συν νεφής] … Dictionary of Greek
συννεφής — ές, ΜΑ 1. σκεπασμένος με σύννεφα, συννεφιασμένος (α. «καὶ ὁ οὐρανὸς αὐτῆς συννεφὴς δρόσῳ», ΠΔ β. «ἐν ταῑς συννεφέσι νυξί», Πολ.) 2. (για πρόσ.) κατηφής, σκυθρωπός («ἀλλὰ γὰρ Κρέοντα λεύσσω τόνδε δεῡρο συννεφῆ πρὸς δόμους στείχοντα», Ευρ.).… … Dictionary of Greek