πεινητικός

πεινητικός

πεινητικός, gewöhnlich Hunger habend, Hunger leidend, im compar., Plut. Symp. 2, 2. S. πεινατικός.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πεινητικός — suffering from hunger masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεινητικός — και πεινατικός, ή, όν, Α [πεινώ] αυτός που έχει πείνα, που πάσχει από πείνα («ἡ φύσις πεινητικωτέρους ποιεῑ», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • πεινητικωτέρους — πεινητικός suffering from hunger masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεινατικός — ή, όν, Α βλ. πεινητικός …   Dictionary of Greek

  • πεινωλκός — όν, Α (αμφβλ. γρφ.) πεινητικός* …   Dictionary of Greek

  • πεινώδης — ες, Α [πείνα (Ι)] πεινητικός* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”