- ὑπερ-δύναμος
ὑπερ-δύναμος, übermächtig, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-δύναμος, übermächtig, Themist.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υπερδύναμος — ον, Μ (για τον Θεό) αυτός που έχει δύναμη μεγαλύτερη από κάθε άλλη δύναμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. ἐν δύναμος] … Dictionary of Greek