- ὑπερ-δυναμόω
ὑπερ-δυναμόω, überwältigen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερ-δυναμόω, überwältigen, LXX.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ὑπερδυναμωθέντων — ὑπέρ δυναμόω strengthen aor part pass masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερεδυνάμωσαν — ὑπέρ δυναμόω strengthen aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)